κατακρουστικός

κατακρουστικός
κατα-κρουστικός, ή, όν,
A exercising downward pressure,

οἶνος Arist.Pr.873b26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακρουστικός — κατακρουστικός, ή, όν (Α) [κατακρούω] 1. αυτός που χτυπά κάτι και τό πιέζει προς τα κάτω 2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου …   Dictionary of Greek

  • κατακρουστικός — exercising downward pressure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”